- δυσπιστία
- η (AM δυσπιστία, Μ και δυσπιστιά)έλλειψη εμπιστοσύνης, επιφυλακτικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσπιστία — δυσπιστίᾱ , δυσπιστία disbelief fem nom/voc/acc dual δυσπιστίᾱ , δυσπιστία disbelief fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπιστίᾳ — δυσπιστίᾱͅ , δυσπιστία disbelief fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπιστία — η η ιδιότητα του δύσπιστου, το να πιστεύει κανείς δύσκολα: Άκουγε με δυσπιστία αυτά που του έλεγα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσπιστίας — δυσπιστίᾱς , δυσπιστία disbelief fem acc pl δυσπιστίᾱς , δυσπιστία disbelief fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπιστίαν — δυσπιστίᾱν , δυσπιστία disbelief fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ενθυμία — ἐνθυμία, η (Α) 1. σκέψη, φροντίδα για κάτι, υποψία, αμφιβολία, δυσπιστία («ἐς ἐνθυμίαν τοῑς Λακεδαιμονίοις ἀεὶ προβαλλόμενος ὑπ αὐτῶν» επειδή αυτοί [οι εχθροί του] διαρκώς προσπαθούσαν να δημιουργήσουν στους Λακεδαιμονίους υποψία, δυσπιστία, Θουκ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek